Ορειβατική εξόρμηση πραγματοποιήσαμε χτες Κυριακή 18 Μαρτίου με τον Ορειβατικό Σύλλογο Χανίων, στο νομό Ρεθύμνου στην επαρχία Μυλοποτάμου.
Πιο συγκεκριμένα πεζοπορήσαμε στο όρος Κουλούκωνας ή ( Ταλλαία όρη λόγω του ότι εκεί κοιμόταν ο μυθικός Τάλως όταν φυλούσε την Κρήτη) στη διαδρομή από τη Μονή Βωσάκου ως τη Μονή Χαλέπας, ενώ η εκδρομή συνδιοργανώθηκε με τον Ορειβατικό Ηρακλείου, μιας και έχουν ξανακάνει τη διαδρομή, αφού ο ΕΟΣ Χανίων, δεν είχε ξαναπάει εκεί.
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί από τα Χανιά και μέσω της εθνικής Χανίων-Ηρακλείου, σταματήσαμε στην καντίνα έξω από το Μπαλί Ρεθύμνου μέχρι να έρθουν οι Ηρακλειώτες και μετά από 20 λεπτά που έφτασαν προχωρήσαμε ακόμα 4 χιλιόμετρα πέρα από το Μπαλί, στη θέση Καλό Χωράφι, όπου και ήταν το σημείο εκκίνησης της πεζοπορίας.
Αρχικά και για ένα τέταρτο περπατήσαμε σε ένα ομαλό και σχετικά ανηφορικό χωματόδρομο που χηρσιμοποιούν οι βοσκοί, επειδή γύρω γύρω συναντήσαμε αρκετές στάνες και αιγοπρόβατα, των οποίων την ησυχία διαταράξαμε.
Η βλάστηση σε αυτό το κομμάτι απαρτιζόταν κυρίως από χαρουπιές και υπήρχαν πολλά περιφραγμένα σημεία με ζώα μέσα και πολλές αποθήκες, ακόμα όσο ανεβαίναμε για να μπούμε στη ρεματιά που θα μας οδηγούσε στη Μονή Βωσάκου, αχνοφαινόταν από πίσω μας το Κρητικό Πέλαγος μέχρι που χάθηκε οριστικά από τα μάτια μας.
Αργότερα μπήκαμε μέσα στην ανηφορική ρεματιά, σε ένα μέτριας δυσκολίας μονοπάτι, κατάφυτο από σχίνους και πρίνους που έκρυβαν τον ήλιο και δυσκόλευαν σχετικά το περπάτημα, ενώ υπήρχε και ένα μικρό ποταμάκι που κυλούσε ήσυχα.
Παραμείναμε καλυμμένοι μέσα στη ρεματιά για περίπου μισή ώρα, ώσπου βγήκαμε σε ένα μικρό πλάτωμα για ολιγόλεπτη ξεκούραση και μετά πήραμε το δρόμο για το πιο αραιοφυτεμένο και δυσκολότερο κομμάτι της ρεματιάς, όπου κυριαρχούσαν οι θάμνοι, τα δέντρα ήταν κυρίως πρίνοι διασκορπισμένοι, παράλληλα με τη ζέστη και την έντονη κλίση ανωφέρειας δυσκόλεψαν πολλούς πεζοπόρους.
Αυτή η ανάβαση εναλλάχθηκε 2-3 φορές με τη μετάβαση από την ανάβαση πλαγιάς σε πεζοπορία σε χωματόδρομο, έως ότου καταφέραμε τελικά μετά από 2 ώρες να φτάσουμε στην κορυφή Κουτρούλης πάνω από τη Μονή Βωσάκου σε υψόμετρο 300 μέτρων, την οποία κρύβει ένα πανέμορφο μικρό πρινόδασος, το οποίο περάσαμε και καταλήξαμε στο φημισμένο μοναστήρι.
Κάναμε μια μεγάλη στάση για ξεκούραση στη μονή για μια ώρα, όπου πετύχαμε και μια αρτοκλασία με πολλούς πιστούς που είχαν συρεύσει για τη λειτουργία, θαυμάσαμε τα κελιά, το καθολικό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες, φάγαμε άρτο και παρακολουθήσαμε μια μικρή λειτουργία στον προαύλειο χώρο.
Κάπου στις 12.30 αφήυσαμε πίσω μας τη μονή και μπήκαμε σε ένα χωματόδρομο για λίγη ώρα μέχρι το τεράστιο οροπέδιο που απλώνεται μπροστά από το μοναστήρι το οποίο από μακριά φαίνεται σαν απόρθητο κάστρο μιας και είναι χτισμένο σε φρουριακή μορφή.
Δεξιά και αριστερά μας υπήρχαν κάποια βοσκοτόπια και αναβαθμίδες με πρίνους και θάμνους και στη συνέχεια αρχίσαμε ξανά την ανάβαση της κατάφυτης πλαγιάς νότια της μονής.
Δεν υπάρχει ευδιάκριτο μονοπάτι, το οποίο είναι δύσβατο, αρκετά ανηφορικό και κουραστικό, πράγμα το οποίο κούρασε αρκετά όλους μας μέχρι να φτάσουμε στον ασφαλοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στη Μονή Βωσάκου και στην κορυφή Μεσοκόφινας.
Εκεί λίγο παραπάνω βρίσκονται ερειπωμένα μιτάτα, πολλά κατσίκια στις τριγύρω πλαγιές και βεβαίως η γνωστή στους Ρεθυμνιώτες ταβέρνα Το κάστρο του Βωσάκου με το πεντανόστιμο κρέας.
Περιμέναμε εκεί στη στροφή για ανασύνταξη και μετά κατηφορίσαμε πάνω στον αμαξωτό για περίπου 2 χιλιόμετρα, όπου συναντήσαμε ένα φισογυριστό και κατηφορικό χωματόδρομο τον οποίο ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι να ξαναμπούμε σε ένα παλιό μονοπάτι που θα μας οδηγούσε βόρεια από το χωριό Δοξαρό.
Ένα από τα ωραιότερα σημεία της πεζοπορίας ήταν αυτό, αφού περπατήσαμε ανάμεσα σε ελαιώνες με αιωνόβια δέντρα, με τις χαρακτηριστικές αντιρρίδες και αναβαθμίδες να πλαισώνουν τα δέντρα και τα χωράφια, πέτρινα τοιχεία και λίγο παρακάτω συναντήσαμε έναν παλιό κούμο, πλινθόκτιστα μιτάτα και παλιά εγκαταλελειμένα αλώνια.
Μισή ώρα κράτησε το ταξίδι μας αυτό στην παλιά εποχή, μέχρι που μπήκαμε στον παλιό και ερειπωμένο οικισμό του Δοξαρού με τα ετοιμόρροπα και παλιά κρητικά σπίτια, ζωντανά απομεινάρια μιας άλλης αρχοντικής εποχής και μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού και κατηφορίζοντας συνεχώς φτάσαμε στο νέο οικισμό του χωριού, όπου μείναμε για λίγο.
Όταν βγήκαμε από το Δοξαρό και αφού είχαμε ρημάξει τις πορτοκαλιές κόβοντας πορτοκάλια και μανταρίνια, κατευθυνθήκαμε μέσα από χωράφια, κινούμενοι προς νότο μέχρι που μπήκαμε σε ένα πανέμορφο πλινθόκτιστο και καταπράσινο από βελανιδιές, πρίνους, ελιές και αμυγδαλιές καλντερίμι, παλιό δρόμο που συνέδεε το Δοξαρό με τη Μονή Χαλέπας και το χωριό Τσαχιανά.
Η διάρκεια της πεζοπορίας μας στο καλντερίμι ήταν περίπου μια ώρα, σε ομαλό έδαφος και ήταν πραγματικά το ομορφότερο κομμάτι της διαδρομής χωρίς υπερβολή.
Ακολούθως βγήκαμε στο μικρό χωριό Τσαχιανά, περάσαμε μέσα από τα στενά τους δρομάκια, βγήκαμε στον αμαξωτό και μετά από λίγο, φτάσαμε στον τελικό μας προορισμό τη Μονή Χαλέπας.
Στη μονή αφού περιπλανηθήκαμε στο πανέμορφο εσωτερικό της, ετοιμάστηκε ένα μικρό κέρασμα με γραβιέρα, κουλούρια, σταφίδες, ντοματίνια, καφέδες και τσικουδιά από τον μοναχό που συντηρεί και ασκητεύει στη μονή, ξεκουραστήκαμε, ακούσαμε την ιστορία του μοναστηριού από τον μοναχό Πορφύριο εκ Παλαιστίνης, που κρατάει ζωντανό και όρθιο το ιστορικό μοναστήρι και κάπου στις 5 φύγαμε για τα Χανιά.
Η συμμετοχή ξεπέρασε τα 100 άτομα και από τους 2 συλλόγους, ήταν ανηφορική και κάπως κοπιαστική, μέτριας δυσκολίας, άσχετα με το τι έλεγαν μερικοί και μερικές.
Δεν έμεινα άφωνος από το κάλλος του φυσικού τοπίου, αλλά και μόνο που πήγαμε στις δύο αυτές μονές μου φτάνει, αφού πρόκειται για δύο ιστορικά μοναστήρια, ενώ και το γεγονός ότι περάσαμε μέσα από ξεχασμένα καλντερίμια και συναντήσαμε τον παλιό λαϊκό τρόπο αρχιτεκτονικής των χωριών μου φτάνει, αφού δεν είχα ξαναδεί παρόμοιες εικόνες.
Ακολουθούν πολλές φωτογραφίες από την πεζοπορική δραστηριότητα.
Όρος Κουλούκωνας
Περπατώντας ανάμεσα στα αλώνια, τις αναβαθμίδες και τα μιτάτα στο Δοξαρό Ρεθύμνου
Πιο συγκεκριμένα πεζοπορήσαμε στο όρος Κουλούκωνας ή ( Ταλλαία όρη λόγω του ότι εκεί κοιμόταν ο μυθικός Τάλως όταν φυλούσε την Κρήτη) στη διαδρομή από τη Μονή Βωσάκου ως τη Μονή Χαλέπας, ενώ η εκδρομή συνδιοργανώθηκε με τον Ορειβατικό Ηρακλείου, μιας και έχουν ξανακάνει τη διαδρομή, αφού ο ΕΟΣ Χανίων, δεν είχε ξαναπάει εκεί.
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί από τα Χανιά και μέσω της εθνικής Χανίων-Ηρακλείου, σταματήσαμε στην καντίνα έξω από το Μπαλί Ρεθύμνου μέχρι να έρθουν οι Ηρακλειώτες και μετά από 20 λεπτά που έφτασαν προχωρήσαμε ακόμα 4 χιλιόμετρα πέρα από το Μπαλί, στη θέση Καλό Χωράφι, όπου και ήταν το σημείο εκκίνησης της πεζοπορίας.
Αρχικά και για ένα τέταρτο περπατήσαμε σε ένα ομαλό και σχετικά ανηφορικό χωματόδρομο που χηρσιμοποιούν οι βοσκοί, επειδή γύρω γύρω συναντήσαμε αρκετές στάνες και αιγοπρόβατα, των οποίων την ησυχία διαταράξαμε.
Η βλάστηση σε αυτό το κομμάτι απαρτιζόταν κυρίως από χαρουπιές και υπήρχαν πολλά περιφραγμένα σημεία με ζώα μέσα και πολλές αποθήκες, ακόμα όσο ανεβαίναμε για να μπούμε στη ρεματιά που θα μας οδηγούσε στη Μονή Βωσάκου, αχνοφαινόταν από πίσω μας το Κρητικό Πέλαγος μέχρι που χάθηκε οριστικά από τα μάτια μας.
Αργότερα μπήκαμε μέσα στην ανηφορική ρεματιά, σε ένα μέτριας δυσκολίας μονοπάτι, κατάφυτο από σχίνους και πρίνους που έκρυβαν τον ήλιο και δυσκόλευαν σχετικά το περπάτημα, ενώ υπήρχε και ένα μικρό ποταμάκι που κυλούσε ήσυχα.
Παραμείναμε καλυμμένοι μέσα στη ρεματιά για περίπου μισή ώρα, ώσπου βγήκαμε σε ένα μικρό πλάτωμα για ολιγόλεπτη ξεκούραση και μετά πήραμε το δρόμο για το πιο αραιοφυτεμένο και δυσκολότερο κομμάτι της ρεματιάς, όπου κυριαρχούσαν οι θάμνοι, τα δέντρα ήταν κυρίως πρίνοι διασκορπισμένοι, παράλληλα με τη ζέστη και την έντονη κλίση ανωφέρειας δυσκόλεψαν πολλούς πεζοπόρους.
Αυτή η ανάβαση εναλλάχθηκε 2-3 φορές με τη μετάβαση από την ανάβαση πλαγιάς σε πεζοπορία σε χωματόδρομο, έως ότου καταφέραμε τελικά μετά από 2 ώρες να φτάσουμε στην κορυφή Κουτρούλης πάνω από τη Μονή Βωσάκου σε υψόμετρο 300 μέτρων, την οποία κρύβει ένα πανέμορφο μικρό πρινόδασος, το οποίο περάσαμε και καταλήξαμε στο φημισμένο μοναστήρι.
Κάναμε μια μεγάλη στάση για ξεκούραση στη μονή για μια ώρα, όπου πετύχαμε και μια αρτοκλασία με πολλούς πιστούς που είχαν συρεύσει για τη λειτουργία, θαυμάσαμε τα κελιά, το καθολικό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες, φάγαμε άρτο και παρακολουθήσαμε μια μικρή λειτουργία στον προαύλειο χώρο.
Κάπου στις 12.30 αφήυσαμε πίσω μας τη μονή και μπήκαμε σε ένα χωματόδρομο για λίγη ώρα μέχρι το τεράστιο οροπέδιο που απλώνεται μπροστά από το μοναστήρι το οποίο από μακριά φαίνεται σαν απόρθητο κάστρο μιας και είναι χτισμένο σε φρουριακή μορφή.
Δεξιά και αριστερά μας υπήρχαν κάποια βοσκοτόπια και αναβαθμίδες με πρίνους και θάμνους και στη συνέχεια αρχίσαμε ξανά την ανάβαση της κατάφυτης πλαγιάς νότια της μονής.
Δεν υπάρχει ευδιάκριτο μονοπάτι, το οποίο είναι δύσβατο, αρκετά ανηφορικό και κουραστικό, πράγμα το οποίο κούρασε αρκετά όλους μας μέχρι να φτάσουμε στον ασφαλοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στη Μονή Βωσάκου και στην κορυφή Μεσοκόφινας.
Εκεί λίγο παραπάνω βρίσκονται ερειπωμένα μιτάτα, πολλά κατσίκια στις τριγύρω πλαγιές και βεβαίως η γνωστή στους Ρεθυμνιώτες ταβέρνα Το κάστρο του Βωσάκου με το πεντανόστιμο κρέας.
Περιμέναμε εκεί στη στροφή για ανασύνταξη και μετά κατηφορίσαμε πάνω στον αμαξωτό για περίπου 2 χιλιόμετρα, όπου συναντήσαμε ένα φισογυριστό και κατηφορικό χωματόδρομο τον οποίο ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι να ξαναμπούμε σε ένα παλιό μονοπάτι που θα μας οδηγούσε βόρεια από το χωριό Δοξαρό.
Ένα από τα ωραιότερα σημεία της πεζοπορίας ήταν αυτό, αφού περπατήσαμε ανάμεσα σε ελαιώνες με αιωνόβια δέντρα, με τις χαρακτηριστικές αντιρρίδες και αναβαθμίδες να πλαισώνουν τα δέντρα και τα χωράφια, πέτρινα τοιχεία και λίγο παρακάτω συναντήσαμε έναν παλιό κούμο, πλινθόκτιστα μιτάτα και παλιά εγκαταλελειμένα αλώνια.
Μισή ώρα κράτησε το ταξίδι μας αυτό στην παλιά εποχή, μέχρι που μπήκαμε στον παλιό και ερειπωμένο οικισμό του Δοξαρού με τα ετοιμόρροπα και παλιά κρητικά σπίτια, ζωντανά απομεινάρια μιας άλλης αρχοντικής εποχής και μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού και κατηφορίζοντας συνεχώς φτάσαμε στο νέο οικισμό του χωριού, όπου μείναμε για λίγο.
Όταν βγήκαμε από το Δοξαρό και αφού είχαμε ρημάξει τις πορτοκαλιές κόβοντας πορτοκάλια και μανταρίνια, κατευθυνθήκαμε μέσα από χωράφια, κινούμενοι προς νότο μέχρι που μπήκαμε σε ένα πανέμορφο πλινθόκτιστο και καταπράσινο από βελανιδιές, πρίνους, ελιές και αμυγδαλιές καλντερίμι, παλιό δρόμο που συνέδεε το Δοξαρό με τη Μονή Χαλέπας και το χωριό Τσαχιανά.
Η διάρκεια της πεζοπορίας μας στο καλντερίμι ήταν περίπου μια ώρα, σε ομαλό έδαφος και ήταν πραγματικά το ομορφότερο κομμάτι της διαδρομής χωρίς υπερβολή.
Ακολούθως βγήκαμε στο μικρό χωριό Τσαχιανά, περάσαμε μέσα από τα στενά τους δρομάκια, βγήκαμε στον αμαξωτό και μετά από λίγο, φτάσαμε στον τελικό μας προορισμό τη Μονή Χαλέπας.
Στη μονή αφού περιπλανηθήκαμε στο πανέμορφο εσωτερικό της, ετοιμάστηκε ένα μικρό κέρασμα με γραβιέρα, κουλούρια, σταφίδες, ντοματίνια, καφέδες και τσικουδιά από τον μοναχό που συντηρεί και ασκητεύει στη μονή, ξεκουραστήκαμε, ακούσαμε την ιστορία του μοναστηριού από τον μοναχό Πορφύριο εκ Παλαιστίνης, που κρατάει ζωντανό και όρθιο το ιστορικό μοναστήρι και κάπου στις 5 φύγαμε για τα Χανιά.
Η συμμετοχή ξεπέρασε τα 100 άτομα και από τους 2 συλλόγους, ήταν ανηφορική και κάπως κοπιαστική, μέτριας δυσκολίας, άσχετα με το τι έλεγαν μερικοί και μερικές.
Δεν έμεινα άφωνος από το κάλλος του φυσικού τοπίου, αλλά και μόνο που πήγαμε στις δύο αυτές μονές μου φτάνει, αφού πρόκειται για δύο ιστορικά μοναστήρια, ενώ και το γεγονός ότι περάσαμε μέσα από ξεχασμένα καλντερίμια και συναντήσαμε τον παλιό λαϊκό τρόπο αρχιτεκτονικής των χωριών μου φτάνει, αφού δεν είχα ξαναδεί παρόμοιες εικόνες.
Ακολουθούν πολλές φωτογραφίες από την πεζοπορική δραστηριότητα.
Όρος Κουλούκωνας
Περπατώντας ανάμεσα στα αλώνια, τις αναβαθμίδες και τα μιτάτα στο Δοξαρό Ρεθύμνου
1 σχόλιο:
Τα δικά μας τα βουνά είναι ακόμη χιονισμένα σύντεκνοι.
Αλλά προσμένουμε, για να πιάσουμε τα διάσελα και τις κορφές.
Να είστε καλά.
Δημοσίευση σχολίου